- στενομπόλι
- το узкий проход
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στενομπόλι — το, Ν 1. στενή δίοδος 2. στενό αρδευτικό αυλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + μπόλι*] … Dictionary of Greek